λιγδερός

λιγδερός
-ή, -ό
1. λιπαρός: Στο ύφασμα υπήρχε ένας λιγδερός λεκές.
2. βρομιάρης: Το φόρεμά της ήταν λιγδερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγδερός — ή, ό [λίγδα] 1. αυτός που περιέχει πολλές λιπαρές ουσίες, λιπαρός 2. βρομιάρης, λιγδιάρης 3. ολισθηρός, γλιστερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”